- θυρίδα
- Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων.
(Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που περιβάλλει το σαρκώδες σώμα των ελασματοβραγχίων ή δίθυρων μαλακίων. Οι θ. αυτές μπορεί να είναι ίσες, οπότε τα μαλάκια ονομάζονται ισόθυρα ή άνισες, οπότε καλούνται ανισόθυρα. Οι θ. ενώνονται μεταξύ τους με τον ελαστικό σύνδεσμο –κεράτινη συνδετική ουσία που πολλές φορές σχηματίζει ένα κλείθρο με δόντια– για την καλύτερη προσαρμογή τους. Υπάρχουν δύο προσαγωγοί μύες, ένας μπροστά και ένας πίσω, που βοηθούν στο άνοιγμα και στο κλείσιμό τους.
* * *η (ΑΜ θυρίς, -ίδος, Μ και θυρίδα)1.μικρή θύρα, μικρό άνοιγμα, πορτάκι, πορτίτσα, παραπόρτι2. ζωολ. το καθένα από τα δύο τμήματα τού οστράκου τών δίθυρων μαλακίων και τών βραχιονοπόδωννεοελλ.1. κάθε είδους μικρό παράθυρο ή άνοιγμα σε τοίχο, παραθυράκι, φεγγίτης2. μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κ.λπ., μέσω τού οποίου γίνονται οι συναλλαγές («η θυρίδα τού ταμείου»)3. καθένα από τα τετραγωνικά ή ορθογώνια χωρίσματα σε τοίχο, ντουλάπι, χρηματοκιβώτιο κ.λπ., το οποίο χρησιμεύει για την εναπόθεση και τη φύλαξη ή την ταξινόμηση εγγράφων, επιστολών, χρημάτων, κοσμημάτων κ.ά. αντικειμένων4. κάθε άνοιγμα σε σκεύος, όργανο ή μηχάνημα, το οποίο κλείνεται συνήθως με ειδικό πώμα5. ζωολ. καθένα από τα δύο τμήματα τού χιτινώδους καλύμματος τών εντομόστρακων καρκινοειδών6. φρ. «θυρίδα πλοίου» — τετράγωνο άνοιγμα στο τοίχωμα τού πλοίου, η μπουκαπόρτανεοελλ.-μσν.η αγία πύλη, τα δύο φύλλα τής πύλης τού αγίου βήματοςμσν.1. πόρτα, κυρίως δίφυλλη2. παράθυρο3. άνοιγμα, πέρασμααρχ.1. το πλαίσιο τής πόρτας, η κορνίζα2. (ειδ.) κυψέλη σφηκών3. στον πληθ. αἱ θυρίδεςοι σανίδες4. (για τον βασιλιά ή για τους υψηλούς αξιωματούχους τής Αιγύπτου) θύρα ακροάσεως5. (για φρούριο) τα ανοίγματα τών επάλξεων, οι τουφεκίστρες, οι πολεμίστρες6. άνοιγμα σε κάθε άκρη τής κυψέλης τών μελισσών.[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. πιτυρ-ίς, φαλαιν-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.